- βιβλιοδετικός
- -ή, -ό1. ο σχετικός με τον βιβλιοδέτη ή τη βιβλιοδεσία2. το θηλ. ως ουσ. βιβλιοδετική, ηη τέχνη της βιβλιοδεσίας3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) βιβλιοδετικά, ταη αμοιβή του βιβλιοδέτη για τη βιβλιοδεσία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βιβλιοδετικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει στο βιβλιοδέτη ή αναφέρεται στη βιβλιοδέτηση: Οι σημερινές βιβλιοδετικές μηχανές είναι τεχνολογικά πολύ εξελιγμένες και φυσικά υπεραυτόματες. 2. το θηλ. ως ουσ., βιβλιοδετική η βιβλιοδεσία, η τέχνη του βιβλιοδέτη. 3. το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)